σουπέρνω
Смотреть что такое "σουπέρνω" в других словарях:
σουπέρνω — Ν βλ. σουπάρω … Dictionary of Greek
σουπάρω — και σουπέρνω Ν παραθέτω ή παίρνω σουπέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουπέ κατά τα ρ. σε άρω / (ε)ρνω (πρβλ. σινιέ: σινι άρω)] … Dictionary of Greek
σουπάρω — και σουπέρνω τρώω το σουπέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)